- σῑτηβόρος
- σῑτη-βόρος, Getreide fressend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτηβόρος — ον, Α βλ. σιτοβόρος … Dictionary of Greek
σιτηβόρου — σιτηβόρος eating corn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοβόρος — και σιτηβόρος, ον, Α αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το σιτάρι («κανθαρίδος σιτηβόρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Ο τ. με η πιθ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek